μουλάρι

μουλάρι
Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος, περισσοδάκτυλο της οικογένειας των ιππιδών, που διατηρεί σωματικά χαρακτηριστικά του αλόγου και του γαϊδάρου. Από τον τελευταίο έχει πάρει το περιορισμένο ύψος (1,20 μ. στο ακρώμιο), το σχετικά μεγάλο κεφάλι και τα μακριά αφτιά. Απαντά σε ορεινές περιοχές της Ευρώπης, στη Μογγολία, όπου ονομάζεται τσιγκετάι, στη βορειοδυτική Κίνα και στη νότιο Σιβηρία. Συγγενή είδη είναι ο όναγρος και το κιανγκ της Ασίας και ο άγριος γάιδαρος της Αφρικής. Άλλο είδος είναι ο όναγρος, που έχει χαρακτηριστικά όμοια με του γαϊδάρου. Φτάνει σε ύψος το 1 μ. περίπου στο ακρώμιο και το τρίχωμά του έχει μια μαύρη λουρίδα στη ράχη. Είναι διαδεδομένος στην Ασία και τρία υποείδη του συναντώνται στη βόρειο Ινδία, στο Αφγανιστάν και στη Μογγολία. Μια άλλη παραλλαγή του ζει στο Β. Ιράν. Το κιανγκ έχει χαρακτηριστικά ενδιάμεσα μεταξύ αλόγου και γαϊδάρου. Φτάνει σε ύψος το 1,30 μ. και ζει και σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 5.000 μ., στις ορεινές περιοχές της κεντρικής Ασίας. Ο άγριος γάιδαρος της Αφρικής, από τον οποίο προέρχονται ίσως οι διάφορες εξημερωμένες φυλές, διαιρείται σε δύο υποείδη: τον νουβιανό, που τώρα έχει εξαφανιστεί, και το υποείδος ταινιόπους, ύψους 1,25 μ., που ζει στη Β. Σομαλία. Με χαρακτηριστικά και των δύο ειδών από τα οποία προέρχονται (άλογο και γάιδαρος), τα μουλάρια είναι χρήσιμα ζώα, ιδίως μερικά είδη, στους κατοίκους κυρίως των ορεινών περιοχών. Χαρακτηριστικό είδος μουλαριού.
* * *
το (ΑΜ μουλάριον, Μ και μολάριον και μουλάρι και μουλάριν)
ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση όνου και φοράδας ή αλόγου με θηλυκό όνο, ημίονος
νεοελλ.
1. μτφ. (για πρόσωπα) άνθρωπος πεισματάρης ή διανοητικώς νωθρός («χαμένα πάνε τα λόγια σου, αυτός είναι μουλάρι»)
2. παροιμ. «μουλάρι ποιος σε γέννησε; - τ' άλογο είν' ο θειος μου» — λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιος περηφανεύεται για την καταγωγή τής μητέρας του και προσπαθεί να καλύψει την ταπεινή καταγωγή τού πατέρα του
3. φρ. «είναι ένα μουλάρι και μισό» — το πείσμα του ξεπερνά και το πείσμα ενός μουλαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουλ-άριον < μούλος* + -άρι(ον), πρβλ. βλαστ-άρι, μοσχ-άρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουλάρι — το ιού 1. το ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση φοράδας και γαϊδουριού, ο ημίονος. 2. μτφ., άνθρωπος πεισματάρης, ισχυρογνώμων, αγενής, αναίσθητος: Του εξηγούσα επί ώρες αλλά δεν άλλαξε γνώμη το μουλάρι! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… …   Dictionary of Greek

  • μουλαρήσιος — ια, ιο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή προσιδιάζει σε μουλάρι 2. επίμονος, πεισματάρης («έχει μουλαρήσιο πείσμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. μουλάρι + ήσιος (πρβλ. γελαδ ήσιος, μοσχαρ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… …   Dictionary of Greek

  • αστράβη — η (AM ἀστράβη) αρχ. μσν. 1. το σαμάρι του μουλαριού 2. ο σκελετός του σαμαριού 3. το μουλάρι νεοελλ. εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους. αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η …   Dictionary of Greek

  • μούλα — η (Α μούλη, Μ μούλα) θηλυκό μουλάρι, μουλάρα («φτάνει την Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα», Γρυπάρ.) νεοελλ. μτφ. γυναίκα σωματώδης, χοντροκαμωμένη ή με χοντρούς τρόπους, άξεστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mula, ae, λ. ασιατικής προελεύσεως… …   Dictionary of Greek

  • μούλαρος — ο μεγάλο μουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. βούβαλος, κόμματος)] …   Dictionary of Greek

  • παχυμουλαράτος — η, ον, Μ ο καθισμένος σε παχύ μουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + μουλάρι + κατάλ. άτος] …   Dictionary of Greek

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αγριομούλαρο — το 1. άγριο, ατίθασο μουλάρι 2. (για πρόσωπα) πεισματάρης, ανυπότακτος, αγροίκος, άξεστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”